- απειροπληθής
- -ές (Μ άπειροπληθής, -οῡς)ο άπειρος κατά το πλήθος, απειράριθμος, αμέτρητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπειροπληθής — infinitely great masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπληθῆ — ἀπειροπληθής infinitely great neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπειροπληθής infinitely great masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπειροπληθής infinitely great masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπληθεῖ — ἀπειροπληθής infinitely great masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπειροπληθής infinitely great masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπληθεῖς — ἀπειροπληθής infinitely great masc/fem acc pl ἀπειροπληθής infinitely great masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπληθές — ἀπειροπληθής infinitely great masc/fem voc sg ἀπειροπληθής infinitely great neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπειρος — (I) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείρα] 1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος 2. (απολ.) αδαής, αμαθής. (II) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αμέτρητος, απειροπληθής 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
παμπληθής — ές (ΑΜ παμπληθής ές) 1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση») 2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.) αρχ. 1. (το ουδ. ως… … Dictionary of Greek